- κτηματολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτηματολόγιο: Ήλθε το κτηματολογικό συνεργείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κτηματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτηματολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτηματολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κωνστ. Φρεαρίτη] … Dictionary of Greek
κτηματολόγιο — Δημόσιος κατάλογος που περιλαμβάνει τη γενική καταγραφή, τη μέτρηση και την εκτίμηση των ακινήτων μιας χώρας. Με τον ίδιο όρο δηλώνεται επίσης το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες επιτυγχάνεται η αποτύπωση, προκειμένου να γίνει η κατανομή της… … Dictionary of Greek
πλουτοπαραγωγικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που παράγει πλούτο, πλουτοφόρος 2. (για έδαφος) γόνιμος, καρποφόρος 3. φρ. α) «πλουτοπαραγωγικές πηγές» i) το σύνολο τού επίγειου και υπόγειου πλούτου μιας χώρας, καθετί που μπορεί να αποφέρει πλούτο ii) οι τομείς τής πρωτογενούς … Dictionary of Greek